- σωρείαν
- σωρείᾱν , σωρείαheaping upfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σωρεία — Πόλη της αρχαίας Ηπείρου, στη Χαονία, στα βόρεια της λίμνης του Βοθρωτού. Κοντά στη λίμνη σώζονται λείψανα αρχαίων κτισμάτων. * * * η, ΝΜΑ [σωρεύω] συσσωρευμένη ποσότητα, μεγάλη ποσότητα (α. «σωρεία εγγράφων» β. «σωρεία επιχειρημάτων» γ. «οὐκ… … Dictionary of Greek